σχοινί

σχοινί
σχοινί, το και σκοινί, το
1. ενοποιημένο σύνολο ινών από φυτική ή τεχνητή ύλη που αποτελούν ένα σώμα, το οποίο χρησιμοποιείται σε διάφορες εργασίες: Τα πλοία δένονται στο λιμάνι με χοντρά σχοινιά. – Έδεσε το δέμα με χοντρό σχοινί.
2. φρ., «Είναι του σχοινιού και του παλουκιού», είναι διεφθαρμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • σχοινί' — σχοινία , σχοινίον small rope neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντέταρτο — σχοινί, το ναυτ. σχοινί κατασκευασμένο από τέσσερα συνεστραμμένα έμβολα (= ίνες, σπόγγους) …   Dictionary of Greek

  • σχοινίδων — σχοινί̱δων , σχοινίς rope fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίτιδι — σχοινί̱τιδι , σχοινῖτις made of rushes fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • σχοίνος — Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους. * * * ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως… …   Dictionary of Greek

  • βαρούλκο — Συσκευή η οποία επιτρέπει την άσκηση ισχυρών ελκτικών δυνάμεων, μέσω ενός συστήματος σχοινιών ή αλυσίδων με εφαρμογή περιορισμένων κινητήριων δυνάμεων. Ο παλαιότερος τύπος β. αποτελείται από ένα ξύλινο τύμπανο που περιστρέφεται σε έναν άξονα.… …   Dictionary of Greek

  • περισχοινίζω — ΝΑ 1. περιδένω, δένω ολόγυρα με σχοινί 2. περιβάλλω, περικλείω, περιφράσσω κάτι με σχοινί αρχ. 1. διαχωρίζω κάτι με σχοινί, όπως συνέβαινε στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπου οι δικαστές χωρίζονταν από το πλήθος («περισχοινίσαι τὸ δικαστήριον, ὁπότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”